κριτσίνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κριτσίνι | τα | κριτσίνια |
γενική | του | κριτσινιού | των | κριτσινιών |
αιτιατική | το | κριτσίνι | τα | κριτσίνια |
κλητική | κριτσίνι | κριτσίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κριτσίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική grissini (πληθυντικός αριθμός του grissino) < πιεμοντέζική grissin (και με την ηχομιμητική επίδραση του κριτς)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾiˈt͡si.ni/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κριτσίνι ουδέτερο
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κριτσίνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κριτσίνι