Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριτς < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κριτς άκλιτο

  1. λέξη που αποδίδει κάποιον ξερό ή ψιλό ήχο
    Ακούστηκε το κριτς από το σχίσιμο του χαρτιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία