κριτσινομηχανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κριτσινομηχανή < κριτσίν(ι) + -ο- + -μηχανή
Ουσιαστικό επεξεργασία
κριτσινομηχανή θηλυκό
- (σπάνιο) μηχανή αρτοποιίας που παρασκευάζει κριτσίνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κριτσινομηχανή
|