Δείτε επίσης: βουτῶ, Βουτώ

Ετυμολογία

επεξεργασία
βουτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουτῶ  και δείτε τη λέξη βουτάω

βουτώ

  • λιγότερο συνηθισμένη μορφή του βουτάω