Δείτε επίσης: βουτώ, βουτῶ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουτώ < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή wꜣḏt,
wADtI12

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουτώ θηλυκό (γενική: τῆς Βουτοῦς)

  1. γυναικείο όνομα, ονομασία των αρχαίων Ελλήνων για τη θεότητα της αρχαίας Αιγύπτου Ουατζέτ, που τη συσχέτιζαν με τη Λητώ
  2. η πόλη της αρχαίας Αιγύπτου «Πά-Ουζίτ»
     συνώνυμα: Βοῦτος

Συγγενικά επεξεργασία

πατριδωνυμικά:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία