φλιτζάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλιτζάνι | τα | φλιτζάνια |
γενική | του | φλιτζανιού | των | φλιτζανιών |
αιτιατική | το | φλιτζάνι | τα | φλιτζάνια |
κλητική | φλιτζάνι | φλιτζάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλιτζάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική filcan (διάλεκτος), fincan (/finˈʤan/) με μετάθεση του [i] και [l] < αραβική فنجان (finjān) < περσική پنگان (pengān)[1] (συγγενικής του αρχαιοελληνικού πίναξ).
- Δείτε και το ποντιακό «φιλτžαν'». Η συνηθισμένη γραφή με ύψιλον (<φλυτζάνι>) δεν ετυμολογείται.[2] Προφορική παραλλαγή είναι η ένρινη προφορά (όπως «φλιντζάνι»).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fliˈd͡za.ni/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλιτζάνι ουδέτερο
- μικρή κούπα με λαβή -για να πίνει κάποιος τσάι, χαμομήλι, φλαμούρι, καφέ (για τον ελληνικό καφέ συχνά φλιτζανάκι)
- Πού είναι το φλιτζάνι μου; Το έσπασες;
- πρακτική μονάδα μέτρησης για συνταγές
- μέθοδος πρόγνωσης του μέλλοντος για όσους πιστεύουν στην πρακτική μαντική ή γενικά στη μαντική
- Η Μαρία ξέρει να λέει το φλιτζάνι (δηλαδή ερμηνεύει τα σχέδια που σχηματίζει το κατακάθι του καφέ όταν αναποδογυρίζεται το φλιτζάνι)
- ≈ συνώνυμα: καφές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- φλιτζάνα (μεγεθυντικό)
- φλιτζανάκι (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλιτζάνι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φλιτζάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.