Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική filiżanka filiżanki
γενική filiżanki filiżanek
δοτική filiżance filiżankom
αιτιατική filiżan filiżanki
οργανική filiżan filiżankami
τοπική filiżance filiżankach
κλητική filiżanko filiżanki

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

filiżanka (pl) θηλυκό