Δείτε επίσης: tassé

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tasse < αραβική tâssa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɑs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tasse tasses

tasse (fr) θηλυκό