• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βούτηγμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : βούτημα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούτηγμα τα βουτήγματα
      γενική του βουτήγματος των βουτηγμάτων
    αιτιατική το βούτηγμα τα βουτήγματα
     κλητική βούτηγμα βουτήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βούτηγμα < βουτώ + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βούτηγμα ουδέτερο

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βουτώ
    1. το να βάλω κάτι σε υγρό, το βύθισμα
    2. (μεταφορικά) η βίαιη αρπαγή
    3. (μεταφορικά) η σύλληψη
    4. (μεταφορικά) (προφορικό) η κλοπή

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη βουτώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βούτηγμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βούτηγμα&oldid=5462514"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 22:02

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 22:02.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας