βούτηγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βούτηγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βουτώ
- το να βάλω κάτι σε υγρό, το βύθισμα
- (μεταφορικά) η βίαιη αρπαγή
- (μεταφορικά) η σύλληψη
- (μεταφορικά) (προφορικό) η κλοπή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βουτώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
βούτηγμα
|