αβούτηχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααβούτηχτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν βουτήξει σε υγρό, δεν τον έχουν βυθίσει
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν κλέψει
- (μεταφορικά) που δεν έχει βασιλέψει, δεν έχει δύσει