Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβούτηχτος η αβούτηχτη το αβούτηχτο
      γενική του αβούτηχτου της αβούτηχτης του αβούτηχτου
    αιτιατική τον αβούτηχτο την αβούτηχτη το αβούτηχτο
     κλητική αβούτηχτε αβούτηχτη αβούτηχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβούτηχτοι οι αβούτηχτες τα αβούτηχτα
      γενική των αβούτηχτων των αβούτηχτων των αβούτηχτων
    αιτιατική τους αβούτηχτους τις αβούτηχτες τα αβούτηχτα
     κλητική αβούτηχτοι αβούτηχτες αβούτηχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβούτηχτος < α- + βουτώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αβούτηχτος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν βουτήξει σε υγρό, δεν τον έχουν βυθίσει
  2. (μεταφορικά) που δεν τον έχουν κλέψει
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει βασιλέψει, δεν έχει δύσει

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία