Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουτηχτός η βουτηχτή το βουτηχτό
      γενική του βουτηχτού της βουτηχτής του βουτηχτού
    αιτιατική τον βουτηχτό τη βουτηχτή το βουτηχτό
     κλητική βουτηχτέ βουτηχτή βουτηχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουτηχτοί οι βουτηχτές τα βουτηχτά
      γενική των βουτηχτών των βουτηχτών των βουτηχτών
    αιτιατική τους βουτηχτούς τις βουτηχτές τα βουτηχτά
     κλητική βουτηχτοί βουτηχτές βουτηχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουτηχτός < βουτώ + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

βουτηχτός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία