βουτηχτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vu.tiˈxtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τη‐χτής
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουτηχτής αρσενικό
- αυτός που βουτάει
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- βουτηχτής: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βουτηχτής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βουτηχτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας