↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουτηχτής οι βουτηχτές
βουτηχτάδες
      γενική του βουτηχτή των βουτηχτών
βουτηχτάδων
    αιτιατική τον βουτηχτή τους βουτηχτές
βουτηχτάδες
     κλητική βουτηχτή βουτηχτές
βουτηχτάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
βουτηχτής < (βουτάω/βουτώ), θέμα βουτηκ- + -τής με ανομοίωση στην άρθρωση [kt] > [xt] [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vu.tiˈxtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐τη‐χτής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουτηχτής αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
βουτηχτής: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

βουτηχτής

  Αναφορές

επεξεργασία