πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουτηχτής οι βουτηχτές
& βουτηχτάδες
      γενική του βουτηχτή των βουτηχτών
& βουτηχτάδων
    αιτιατική τον βουτηχτή τους βουτηχτές
& βουτηχτάδες
     κλητική βουτηχτή βουτηχτές
& βουτηχτάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
βουτηχτής < (βουτάω/βουτώ), θέμα βουτηκ- + -τής με ανομοίωση στην άρθρωση [kt] > [xt] [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουτηχτής αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
βουτηχτής: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

βουτηχτής

Αναφορές

επεξεργασία