pinch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pinch | pinches |
pinch (en)
- το τσίμπημα, η τσιμπιά, η πράξη του να πιέζω ένα μέρος του δέρματος κάποιου μαζί με τα δύο μου δάχτυλα, ειδικά για να τον πληγώσω
- ⮡ He gave her a playful pinch on the cheek.
- Της έδωσε ένα χαϊδευτικό τσίμπημα στο μάγουλο.
- ⮡ He gave him a pinch on his hand and it bruised.
- Tου έδωσε μια τσιμπιά στο μάγουλο/στο χέρι και του το μαύρισε.
- ⮡ He gave her a playful pinch on the cheek.
- η πρέζα, λιγάκι, η μικρή ποσότητα από κάτι που μπορώ να κρατήσω ανάμεσα στο δάχτυλο και τον αντίχειρά μου
- ⮡ a pinch of salt - μια πρέζα αλάτι
- ⮡ The soup still needs a pinch of salt.
- Η σούπα θέλει λιγάκι αλάτι ακόμα.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | pinch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pinches |
αόριστος | pinched |
παθητική μετοχή | pinched |
ενεργητική μετοχή | pinching |
pinch (en)
- (μεταβατικό) τσιμπάω, πιέζω κάτι με δυο δάχτυλα
- ⮡ I pinch someone’s cheek/nose.
- Τσιμπάω το μάγουλο/τη μύτη κάποιου.
- ⮡ I pinch someone’s cheek/nose.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, το ρούχο με πονάει γιατί είναι πολύ στενό
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- pinch (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- pinch (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. πρέζα, σφίγγω, τσιμπώ. ISBN 9780194325684., λήμμα: 732, 857-858, 902