pinch off
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | pinch off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pinches off |
αόριστος | pinched off |
παθητική μετοχή | pinched off |
ενεργητική μετοχή | pinching off |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
pinch off (en)
- τσιμπάω, κόβω κάτι πιέζοντας τα δύο μου δάχτυλα και τραβώντας
- ↪ I pinch the top of a plant off.
- Τσιμπάω (κόβω) την κορφή ενός φυτού.
- ↪ I pinch the top of a plant off.
Σημειώσεις επεξεργασία
- να μην συγχέεται με το pinch of something
Πηγές επεξεργασία
- pinch off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 901-902. ISBN 9780194325684., λήμμα: τσιμπώ