ενεστώτας pinch off
γ΄ ενικό ενεστώτα pinches off
αόριστος pinched off
παθητική μετοχή pinched off
ενεργητική μετοχή pinching off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pinch off < → δείτε τις λέξεις pinch και off

pinch off (en)

  • τσιμπάω, κόβω κάτι πιέζοντας τα δύο μου δάχτυλα και τραβώντας
    ⮡  I pinch the top of a plant off.
    Τσιμπάω (κόβω) την κορφή ενός φυτού.

Σημειώσεις

επεξεργασία