Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας pinch off
γ΄ ενικό ενεστώτα pinches off
αόριστος pinched off
παθητική μετοχή pinched off
ενεργητική μετοχή pinching off

  Ετυμολογία επεξεργασία

pinch off < → δείτε τις λέξεις pinch και off

  Ρήμα επεξεργασία

pinch off (en)

  • τσιμπάω, κόβω κάτι πιέζοντας τα δύο μου δάχτυλα και τραβώντας
    I pinch the top of a plant off.
    Τσιμπάω (κόβω) την κορφή ενός φυτού.

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία