Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρέζα οι πρέζες
      γενική της πρέζας των (πρεζών)
    αιτιατική την πρέζα τις πρέζες
     κλητική πρέζα πρέζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρέζα < από το ιταλικό presa < prendere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρέζα θηλυκό (πληθυντικός : πρέζες)

  1. μικρή ποσότητα από ένα υλικό σε σκόνη ή σε κόκκους που μπορεί να πιάσει κανείς με τα δάχτυλα
    ρίξε στο φαγητό μια πρέζα αλάτι
    μια πρέζα ταμπάκο
  2. η ηρωίνη


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία