πρεζάκιας
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρεζάκιας | οι | πρεζάκηδες |
γενική | του | πρεζάκια | των | πρεζάκηδων |
αιτιατική | τον | πρεζάκια | τους | πρεζάκηδες |
κλητική | πρεζάκια | πρεζάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾeˈza.cas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρε‐ζά‐κιας
Ουσιαστικό
πρεζάκιας αρσενικό
- (προφορικό) ναρκομανής που παίρνει δόση κυρίως ηρωίνης με βελόνα