πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναρκομανής η ναρκομανής το ναρκομανές
      γενική του ναρκομανούς* της ναρκομανούς του ναρκομανούς
    αιτιατική τον ναρκομανή τη ναρκομανή το ναρκομανές
     κλητική ναρκομανή(ς) ναρκομανής ναρκομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναρκομανείς οι ναρκομανείς τα ναρκομανή
      γενική των ναρκομανών των ναρκομανών των ναρκομανών
    αιτιατική τους ναρκομανείς τις ναρκομανείς τα ναρκομανή
     κλητική ναρκομανείς ναρκομανείς ναρκομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ναρκομανής < ναρκωτικό + -ο- + -μανής

ναρκομανής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία