ναρκομανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ναρκομανής | η | ναρκομανής | το | ναρκομανές |
γενική | του | ναρκομανούς* | της | ναρκομανούς | του | ναρκομανούς |
αιτιατική | τον | ναρκομανή | τη | ναρκομανή | το | ναρκομανές |
κλητική | ναρκομανή(ς) | ναρκομανής | ναρκομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ναρκομανείς | οι | ναρκομανείς | τα | ναρκομανή |
γενική | των | ναρκομανών | των | ναρκομανών | των | ναρκομανών |
αιτιατική | τους | ναρκομανείς | τις | ναρκομανείς | τα | ναρκομανή |
κλητική | ναρκομανείς | ναρκομανείς | ναρκομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαναρκομανής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ναρκομανής
|