toxicomane
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
toxicomane | toxicomanes |
toxicomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο τοξικομανής, ο ναρκομανής, ο χρήστης
ενικός | πληθυντικός |
toxicomane | toxicomanes |
toxicomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό