τοξικομανής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /to.ksi.ko.maˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /to.ksi.ko.maˈnes/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τοξικομανής, -ής, -ές
- εθισμένος, εξαρτημένος από τοξικές ουσίες (ναρκωτικά)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τοξικομανής