drogué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | drogué | drogués |
θηλυκό | droguée | droguées |
Επίθετο
επεξεργασία
drogué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | drogué | drogués |
θηλυκό | droguée | droguées |
drogué (fr)