Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθαίνω < λείπει η ετυμολογία

βαθαίνω

  1. κάνω κάτι πιο βαθύ
  2. γίνομαι πιο βαθύς

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία