παραθετικά
θετικός deeply
συγκριτικός more deeply
υπερθετικός most deeply

  Ετυμολογία

επεξεργασία
deeply < deep + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

deeply (en)

  1. βαθιά, έντονα
    ⮡  I felt her death deeply.
    Ένιωσα βαθιά το θάνατο της.
    ⮡  It was deeply engraved in my memory.
    Χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου.
  2. βαθιά, χρησιμοποιείται με ορισμένα ρήματα για να δείξει ότι κάτι γίνεται με πολύ πλήρη τρόπο
    ⮡  I’m breathing deeply.
    Αναπνέω βαθιά.
    ⮡  He sighed deeply as he remembered the past.
    Αναστέναξε βαθιά καθώς θυμήθηκε τα περασμένα.
    ⮡  You know, I thought about it deeply and finally decided not to accept his proposal.
    Ξέρεις, το καλοσκέφτηκα και αποφάσισα τελικά να μη δεχτώ την πρότασή του.
  3. βαθιά, σε μεγάλο βάθος
    ⮡  His hand was cut deeply.
    Κόπηκε βαθιά στο χέρι.
     συνώνυμα: deep