deeply
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | deeply |
συγκριτικός | more deeply |
υπερθετικός | most deeply |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdeeply (en)
- βαθιά, έντονα
- ⮡ I felt her death deeply.
- Ένιωσα βαθιά το θάνατο της.
- ⮡ It was deeply engraved in my memory.
- Χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου.
- ⮡ I felt her death deeply.
- βαθιά, χρησιμοποιείται με ορισμένα ρήματα για να δείξει ότι κάτι γίνεται με πολύ πλήρη τρόπο
- ⮡ I’m breathing deeply.
- Αναπνέω βαθιά.
- ⮡ He sighed deeply as he remembered the past.
- Αναστέναξε βαθιά καθώς θυμήθηκε τα περασμένα.
- ⮡ You know, I thought about it deeply and finally decided not to accept his proposal.
- Ξέρεις, το καλοσκέφτηκα και αποφάσισα τελικά να μη δεχτώ την πρότασή του.
- ⮡ I’m breathing deeply.
- βαθιά, σε μεγάλο βάθος