Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορροφημένος η απορροφημένη το απορροφημένο
      γενική του απορροφημένου της απορροφημένης του απορροφημένου
    αιτιατική τον απορροφημένο την απορροφημένη το απορροφημένο
     κλητική απορροφημένε απορροφημένη απορροφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορροφημένοι οι απορροφημένες τα απορροφημένα
      γενική των απορροφημένων των απορροφημένων των απορροφημένων
    αιτιατική τους απορροφημένους τις απορροφημένες τα απορροφημένα
     κλητική απορροφημένοι απορροφημένες απορροφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορροφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απορροφώ

  Μετοχή επεξεργασία

απορροφημένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία