Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απορροφημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απορροφημέν
ος
η
απορροφημέν
η
το
απορροφημέν
ο
γενική
του
απορροφημέν
ου
της
απορροφημέν
ης
του
απορροφημέν
ου
αιτιατική
τον
απορροφημέν
ο
την
απορροφημέν
η
το
απορροφημέν
ο
κλητική
απορροφημέν
ε
απορροφημέν
η
απορροφημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απορροφημέν
οι
οι
απορροφημέν
ες
τα
απορροφημέν
α
γενική
των
απορροφημέν
ων
των
απορροφημέν
ων
των
απορροφημέν
ων
αιτιατική
τους
απορροφημέν
ους
τις
απορροφημέν
ες
τα
απορροφημέν
α
κλητική
απορροφημέν
οι
απορροφημέν
ες
απορροφημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απορροφημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απορροφώ
Μετοχή
επεξεργασία
απορροφημένος, -η, -ο
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) που έχει
απορροφηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απορροφώ
και
ρουφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απορροφημένος
αγγλικά
:
absorbed
(en)
γαλλικά
:
absorbé
(fr)