absorbé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | absorbé | absorbés |
θηλυκό | absorbée | absorbées |
absorbé (fr)
Μετοχή
επεξεργασίαabsorbé (fr)
- → δείτε τη λέξη absorber
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη absorber