absorbed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
absorbed (en)
Επίθετο επεξεργασία
absorbed (en)
- απορροφημένος (π.χ. στις σκέψεις του)
- απορροφημένος από ένα πορώδες υλικό η μη ανακλώμενη ακτινοβολία (για φως, ακτίνες), το μη ανακλώμενο χρώμα