Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλόσυχνος η χαμηλόσυχνη το χαμηλόσυχνο
      γενική του χαμηλόσυχνου της χαμηλόσυχνης του χαμηλόσυχνου
    αιτιατική τον χαμηλόσυχνο τη χαμηλόσυχνη το χαμηλόσυχνο
     κλητική χαμηλόσυχνε χαμηλόσυχνη χαμηλόσυχνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλόσυχνοι οι χαμηλόσυχνες τα χαμηλόσυχνα
      γενική των χαμηλόσυχνων των χαμηλόσυχνων των χαμηλόσυχνων
    αιτιατική τους χαμηλόσυχνους τις χαμηλόσυχνες τα χαμηλόσυχνα
     κλητική χαμηλόσυχνοι χαμηλόσυχνες χαμηλόσυχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλόσυχνος < χαμηλός + -ο- + συχνός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική low-frequency)

  Επίθετο επεξεργασία

χαμηλόσυχνος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία