ινδική κάνναβη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ινδική κάνναβη < λόγιο ενδογενές δάνειο: Cannabis indica < αρχαία ελληνική κάνναβις + Ἰνδικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ινδική κάνναβη θηλυκό
- (φυτό) ετήσιο φυτό της οικογένειας Cannabaceae
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ινδική κάνναβη