↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασισέμπορος οι χασισέμποροι
      γενική του χασισέμπορου
χασισεμπόρου
των χασισέμπορων
χασισεμπόρων
    αιτιατική τον χασισέμπορο τους χασισέμπορους
χασισεμπόρους
     κλητική χασισέμπορε χασισέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χασισέμπορος < χασίς + -έμπορος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χασισέμπορος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία