χασισέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χασισέμπορος | οι | χασισέμποροι |
γενική | του | χασισέμπορου & χασισεμπόρου |
των | χασισέμπορων & χασισεμπόρων |
αιτιατική | τον | χασισέμπορο | τους | χασισέμπορους & χασισεμπόρους |
κλητική | χασισέμπορε | χασισέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχασισέμπορος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χασισέμπορος
|
Πηγές
επεξεργασία- χασισέμπορος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χασισέμπορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας