Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χασικλού οι χασικλούδες
      γενική της χασικλούς των χασικλούδων
    αιτιατική τη χασικλού τις χασικλούδες
     κλητική χασικλού χασικλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασικλού < χασικλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.siˈklu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐σι‐κλού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασικλού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χασικλής