νταμίρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νταμίρα | οι | νταμίρες |
γενική | της | νταμίρας | των | νταμιρών |
αιτιατική | την | νταμίρα | τις | νταμίρες |
κλητική | νταμίρα | νταμίρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νταμίρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταμίρα θηλυκό
- το χασίσι, το χόρτο
- ※ Χασικλίδικο ρεμπέτικο τραγούδι, Εγώ θέλω πριγκιπέσα, (απόσπασμα)
- Θα με κάνει βασιλιά
πέρα 'κεί στην Αραπιά,
κι όλα της θα τά 'χω εγώ,
μάνα μου, να σε χαρώ.
Δεκαοχτώ βαγόνια λίρες,
κοκαΐνες και νταμίρες,
κάθε είδους αργιλέ
με διαμάντια όλο ντουμπλέ.- Aulin, S., Vejleskov, P. (1991). Χασικλίδικα ρεμπέτικα: ανθολογία -ανάλυση -σχόλια. Δανία: Museum Tusculanum Press, σελ. 44 @google.books
- Θα με κάνει βασιλιά
- ※ Χασικλίδικο ρεμπέτικο τραγούδι, Εγώ θέλω πριγκιπέσα, (απόσπασμα)