ντουμπλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντουμπλέ ουδέτερο άκλιτο
- (σπάνιο) κόσμημα επιχρισμένο με χρυσό (και κάποτε από άργυρο - αν και αυτά χαρακτηρίζονται πλακέ)
- ※ Αργυρό μενταγιόν 925 με ντουμπλέ επιχρύσωμα 24κ. (από ιστοσελίδα εμπορίας κοσμημάτων 5/2023)
- ※ Συνήθως καλοῦνται πλακέ τὰ ἀντικείμενα τὰ κεκαλυμμένα δι ἀργύρου (ἐξ οὗ καὶ ἀρζὰν πλακέ), ἐνῷ τὰ κεκαλυμμένα διὰ χρυσοῦ καλοῦνται συνηθέστερον ντουμπλέ (doublé) (Βίκτωρ Δούσμανης, Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια Περιήλιον=Ραβενία, σελ. 258, 1932)
Εκφράσεις
επεξεργασία- πλακέ-ντουμπλέ - επικάλυψη γυαλιού πάνω σε χρωματισμένο γυαλί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντουμπλέ
|