πλακέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλακέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική plaqué, μετοχή του ρήματος plaquer
Επίθετο
επεξεργασίαπλακέ άκλιτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλακέ άκλιτο
- μέταλλο επιστρωμένο με χρυσό ή ασήμι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλάκα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλακέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πλακέ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)