Ουσιαστικό

επεξεργασία

حشيش (حَشِيش) (ar) (ḥašīš)

  1. το χόρτο, η πόα
  2. το χασίς

Απόγονοι

επεξεργασία

حَشِيش (ḥašīš) (αραβικά)

οθωμανικά τουρκικά: حشیش (hašiš)
τουρκικά: haşiş
νέα ελληνικά: χασίς

 και δείτε  περισσότερους απογόνους στο αγγλικό Βικιλεξικό