Ετυμολογία

επεξεργασία
chanvre < υστερολατινική canapus < οξιτανική canebe < λατινική cannabis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃɑ̃vʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chanvre chanvres

chanvre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία