Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chènevis < chanevuis < λατινική λαϊκή canaputium

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃɛn.vi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
chènevis chènevis

chènevis (fr) αρσενικό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  chanvre