chènevis
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chènevis < chanevuis < λατινική λαϊκή canaputium
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
chènevis | chènevis |
chènevis (fr) αρσενικό άκλιτο
- ο κανναβόσπορος, το κανναβούρι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη chanvre