Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κανναβόσπορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κανναβόσπορ
ος
οι
κανναβόσπορ
οι
γενική
του
κανναβόσπορ
ου
των
κανναβόσπορ
ων
αιτιατική
τον
κανναβόσπορ
ο
τους
κανναβόσπορ
ους
κλητική
κανναβόσπορ
ε
κανναβόσπορ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κανναβόσπορος
<
κάνναβη
+
-ο-
+
σπόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κανναβόσπορος
αρσενικό
σπόρος
κάνναβης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κανναβούρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κανναβόσπορος