κάνναβος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάνναβος < → δείτε τη λέξη κάναβος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάνναβος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κάνναβος | οἱ | κάνναβοι |
γενική | τοῦ | καννάβου | τῶν | καννάβων |
δοτική | τῷ | καννάβῳ | τοῖς | καννάβοις |
αιτιατική | τὸν | κάνναβον | τοὺς | καννάβους |
κλητική ὦ! | κάνναβε | κάνναβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καννάβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καννάβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
κάνναβος < → δείτε τη λέξη κάναβος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάνναβος αρσενικό