φύλλα κανναβουριάς


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καναβουριά οι καναβουριές
      γενική της καναβουριάς των καναβουριών
    αιτιατική την καναβουριά τις καναβουριές
     κλητική καναβουριά καναβουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καναβουριά < κανναβούρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καναβουριά, ή κανναβουριά θηλυκό

  • (φυτό) η κοινή ονομασία του φυτού κάνναβη, καρπός του οποίου είναι το κανναβούρι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία