λογοκριτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογοκριτικός < λογοκριτής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
λογοκριτικός
- που έχει σχέση με τη λογοκρισία ή τον λογοκριτή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογοκριτικός
|
λογοκριτικός
|