Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμιστήρι τα ανεμιστήρια
      γενική του ανεμιστηριού των ανεμιστηριών
    αιτιατική το ανεμιστήρι τα ανεμιστήρια
     κλητική ανεμιστήρι ανεμιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμιστήρι < (ανεμίζω) ανεμισ- + -τήρι. Δείτε και ανεμιστήρας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.miˈsti.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μι‐στή‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμιστήρι ουδέτερο

  1. αντικείμενο που χρησιμοποιείται με το χέρι για να αερίζει το πρόσωπο
  2. (λαϊκότροπο) μικρός ανεμιστήρας

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία