ανεμιστήρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανεμιστήρι < (ανεμίζω) ανεμισ- + -τήρι. Δείτε και ανεμιστήρας
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.miˈsti.ɾi/
- συλλαβισμός : α‐νε‐μι‐στή‐ρι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανεμιστήρι ουδέτερο
- αντικείμενο που χρησιμοποιείται με το χέρι για να αερίζει το πρόσωπο
- ανεμιστήρας χειρός, ηλεκτρονικός ή η κοινή βεντάλια
- ※ Τ΄ αηδόνι κελαηδούσε, / ο Έρωτας κερνούσε / φιλιά με το ποτήρι, / και μ΄ ένα ανεμιστήρι / αέριζε συχνά. (Αθανάσιος Χριστόπουλος, Φίλευμα, από την ποιητική συλλογή Λυρικά (1811))
- ανεμιστήρας χειρός, ηλεκτρονικός ή η κοινή βεντάλια
- (λαϊκότροπο) μικρός ανεμιστήρας