εξαεριστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαεριστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ventilateur
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξαεριστήρας αρσενικό
- ηλεκτρικός μηχανισμός με φτερωτή που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του αέρα από το εσωτερικό χώρου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαεριστήρας