aerumilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aerumilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerumilo | aerumiloj |
αιτιατική | aerumilon | aerumilojn |
aerumilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerumilo | aerumiloj |
αιτιατική | aerumilon | aerumilojn |
aerumilo (eo)