απορροφητήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απορροφητήρας < απορροφώ + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική absorber)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπορροφητήρας αρσενικό
- οποιαδήποτε συσκευή που απορροφά διάφορα σωματίδια ή ουσίες, π.χ. σκόνη, καπνό, υδρατμούς κ.λπ.
- (ειδικότερα) η ηλεκτρική συσκευή της κουζίνας, εντοιχισμένη ή κρεμαστή, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των οσμών και των υδρατμών κατά το μαγείρεμα
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απορροφητήρας
η ηλεκτρική συσκευή της κουζίνας