Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εντοιχισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εντειχισμένος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εντοιχισμέν
ος
η
εντοιχισμέν
η
το
εντοιχισμέν
ο
γενική
του
εντοιχισμέν
ου
της
εντοιχισμέν
ης
του
εντοιχισμέν
ου
αιτιατική
τον
εντοιχισμέν
ο
την
εντοιχισμέν
η
το
εντοιχισμέν
ο
κλητική
εντοιχισμέν
ε
εντοιχισμέν
η
εντοιχισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εντοιχισμέν
οι
οι
εντοιχισμέν
ες
τα
εντοιχισμέν
α
γενική
των
εντοιχισμέν
ων
των
εντοιχισμέν
ων
των
εντοιχισμέν
ων
αιτιατική
τους
εντοιχισμέν
ους
τις
εντοιχισμέν
ες
τα
εντοιχισμέν
α
κλητική
εντοιχισμέν
οι
εντοιχισμέν
ες
εντοιχισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εντοιχισμένος
<
εντοιχίζω
+
-μένος
Μετοχή
επεξεργασία
εντοιχισμένος -η -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εντοιχίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εντοιχισμένος
γαλλικά
:
encastré
(fr)