encastré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | encastré | encastrés |
θηλυκό | encastrée | encastrées |
Επίθετο
επεξεργασίαencastré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | encastré | encastrés |
θηλυκό | encastrée | encastrées |
encastré (fr)