Δείτε επίσης: ἐντειχίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντοιχίζω < εν- + τοίχος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εντοιχίζω (παθητική φωνή: εντοιχίζομαι)

  1. προσαρμόζω (κάτι) στην επιφάνεια ενός τοίχου
  2. προσαρμόζω (κάτι) σε εσοχή ενός τοίχου, ώστε να μην εξέχει

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία