Ετυμολογία

επεξεργασία
aspirateur < aspirer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.spi.ʁa.tœʁ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό aspirateur aspirateurs
θηλυκό aspiratrice aspiratrices

aspirateur (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aspirateur aspirateurs

aspirateur (fr) αρσενικό

  1. η ηλεκτρική σκούπα
  2. ο απορροφητήρας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία