aspirateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aspirateur < aspirer
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.spi.ʁa.tœʁ/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aspirateur | aspirateurs |
θηλυκό | aspiratrice | aspiratrices |
aspirateur (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aspirateur | aspirateurs |
aspirateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- aspirateur στη γαλλική Βικιπαίδεια