ενικός         πληθυντικός  
aspiration aspirations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
aspiration < aspire + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aspiration (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιδίωξη, ο πόθος για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
    ⮡  The election observer must not have political aspirations in relation to the country they are observing.
    Ο εκλογικός παρατηρητής δεν πρέπει να έχει πολιτικές επιδιώξεις σε σχέση με τη χώρα που παρακολουθούν.
  2. η εισπνοή
  3. η δάσυνση (ενός φθόγγου)



      ενικός         πληθυντικός  
aspiration aspirations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aspiration (fr) θηλυκό

  1. η επιδίωξη, ο πόθος για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
  2. η εισπνοή
  3. η δάσυνση (ενός φθόγγου)

Συγγενικά

επεξεργασία