aspiration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aspiration | aspirations |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaspiration (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιδίωξη, ο πόθος για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
- ⮡ The election observer must not have political aspirations in relation to the country they are observing.
- Ο εκλογικός παρατηρητής δεν πρέπει να έχει πολιτικές επιδιώξεις σε σχέση με τη χώρα που παρακολουθούν.
- ⮡ The election observer must not have political aspirations in relation to the country they are observing.
- η εισπνοή
- η δάσυνση (ενός φθόγγου)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aspiration | aspirations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaspiration (fr) θηλυκό