φίλαθλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφίλαθλος αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός μιας αθλητικής ομάδας
- είχαμε επεισόδια φιλάθλων
- άτομο που του αρέσει να παρακολουθεί γενικά τα του αθλητισμού
- δεν χάνει αγώνα στην τηλεόραση, είναι φίλαθλος
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φίλαθλος | η | φίλαθλη | το | φίλαθλο |
γενική | του | φίλαθλου | της | φίλαθλης | του | φίλαθλου |
αιτιατική | τον | φίλαθλο | τη | φίλαθλη | το | φίλαθλο |
κλητική | φίλαθλε | φίλαθλη | φίλαθλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φίλαθλοι | οι | φίλαθλες | τα | φίλαθλα |
γενική | των | φίλαθλων | των | φίλαθλων | των | φίλαθλων |
αιτιατική | τους | φίλαθλους | τις | φίλαθλες | τα | φίλαθλα |
κλητική | φίλαθλοι | φίλαθλες | φίλαθλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαφίλαθλος, -η, -ο
- που αγαπά τα αθλήματα
- ο Κώστας έχει φίλαθλο πνεύμα
- που σέβεται μια ορισμένη ιδέα του αθλητισμού