ενικός         πληθυντικός  
supporter supporters

Ουσιαστικό

επεξεργασία

supporter (en)

  1. υποστηρικτής
  2. (εραλδική) υποστηρικτής, πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο, που συνήθως τοποθετούνται σε κάθε πλευρά ενός θυρεού, και απεικονίζονται να τον κρατούν